δικονομία

δικονομία
Το σύνολο των νομικών διατάξεων οι οποίες ρυθμίζουν τη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης. Οι δικονομικές διατάξεις αποβλέπουν ειδικότερα στην άρση των ανωμαλιών που παρουσιάζονται στις σχέσεις δικαίου των ανθρώπων και στην έκδοση ορθών δικαστικών αποφάσεων. Η δ. περιλαμβάνει διάφορους επιμέρους κλάδους, όπως είναι o ποινικός, o πολιτικός, o εκκλησιαστικός κ.ά. ποινική δ.Το σύνολο των διατάξεων που ορίζουν τον τρόπο ανίχνευσης των αξιόποινων πράξεων, της ανεύρεσης και τιμωρίας των ενόχων, καθώς επίσης τον τύπο απονομής της δικαιοσύνης και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των παραγόντων της δίκης. Συγκεκριμένα οι διατάξεις αυτές καθορίζουν τα ποινικά δικαστήρια και τα δικαστικά πρόσωπα που είναι αρμόδια να εφαρμόσουν τον ποινικό νόμο· τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο ασκείται η ποινική δίωξη· τη διαδικασία της πολιτικής αγωγής· τα σχετικά με τους διαδίκους· τα σχετικά με την αρμοδιότητα των καθ’ ύλην και κατά τόπο ποινικών δικαστηρίων· τα σχετικά με τις διαδικαστικές πράξεις· τα σχετικά με την απόδειξη· τα σχετικά με την ανάκριση (προανάκριση, κύρια ανάκριση, ανακριτικές πράξεις), τη σύλληψη, την προφυλάκιση ή την προσωρινή απόλυση του κατηγορουμένου· τα σχετικά με τη σύνθεση, τη διαδικασία και την αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου· τα ένδικα μέσα και ό,τι αφορά την άσκησή τους· τα σχετικά με τη δικαστική συνδρομή· τα σχετικά με τις έκτακτες διαδικασίες, όπως η επανάληψη της διαδικασίας, η αποκατάσταση κλπ.· τα σχετικά με την εκτέλεση των αποφάσεων, τα ποινικά έξοδα και τέλη· τα σχετικά με το ποινικό μητρώο. Μεταξύ των βασικών αρχών της ποινικής δ. είναι η ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, η κατοχύρωση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, η λήψη αποφάσεων σύμφωνα με την κρίση του δικαστή και η εγγύηση της δικαστικής αρχής για την προσαγωγή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. πολιτική δ. Το σύνολο των διατάξεων οι οποίες καθορίζουν τα όργανα του κράτους που είναι αρμόδια να επιλύουν κυρίως τις διαφορές μεταξύ πολιτών, καθώς και την ειδική διαδικασία που συνεπάγεται η επίλυση των διαφορών αυτών. Οι τρόποι απονομής της πολιτικής ή αστικής δικαιοσύνης γίνονται με την έκδοση της απόφασης, που συνίσταται στην αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ορισμένου δικαιώματος ή υποχρέωσης, ή στον καθορισμό της συμπεριφοράς του διαδίκου με βάση το γράμμα του νόμου· με τη λήψη μέτρων για επείγοντα θέματα, τα οποία μέτρα επιβάλλονται για την αντιμετώπιση ζητημάτων με επείγοντα χαρακτήρα και λαμβάνονται στη διάρκεια της τακτικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση της απόφασης· με την αναγκαστική εκτέλεση, που γίνεται με τη βοήθεια των αρμόδιων οργάνων της πολιτείας και συνίσταται στην εξασφάλιση της κατάστασης που είναι σύμφωνη με το περιεχόμενο του δικαιώματος εκείνου για τον οποίο γίνεται η εκτέλεση. εκκλησιαστικήδ. Είναι απλούστερη από την πολιτική και την ποινική, ενώ οι εγγυήσεις που παρέχει στον κατηγορούμενο είναι ελάχιστες. Οι προβλεπόμενες διαδικασίες απονομής της δικαιοσύνης έχουν κυρίως μυστικό χαρακτήρα και ο δικαστής είναι ελεύθερος να διαμορφώσει προσωπική γνώμη για την υπόθεση που τον απασχολεί. Στα εκκλησιαστικά δικαστήρια χρησιμοποιούνται όλα τα γνωστά αποδεικτικά μέσα, όπως μάρτυρες, αυτοψία, πραγματογνωμοσύνη, δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα κ.ά., ενώ τα ένδικα μέσα που ισχύουν είναι μόνο δύο: η ανακοπή της ερημοδικίας και η έφεση. Η εκκλησιαστική δίκη είναι ανεξάρτητη από την κοινή ποινική και οι αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων που αφορούν κληρικούς ή μοναχούς γνωστοποιούνται στον αρμόδιο μητροπολίτη ή, αν πρόκειται για αρχιερέα, στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο.
* * *
η
το σύνολο τών νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν την απονομή της δικαιοσύνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + -νομία < νόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δικονομία — η το σύνολο των νομικών διατάξεων που ρυθμίζουν τους τύπους διεξαγωγής μιας δίκης: Η προβλεπόμενη δικονομία είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση μιας δίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • δικονομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη δικονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δικονομία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αχιλλέα Αγαθόνικο] …   Dictionary of Greek

  • αποδεικτική διαδικασία — Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

  • Ιόνιοι κώδικες — Η κωδικοποιημένη νομοθεσία των Ιονίων νήσων που ίσχυσε από το 1841 έως την επέκταση της ελληνικής νομοθεσίας στον χώρο αυτό. Πρόκειται για τον Αστικό Κώδικα καθώς επίσης τον Ποινικό, την Ποινική Δικονομία, τον Εμπορικό, την Πολιτική Δικονομία και …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • έρευνα — (Νομ.). Ανακριτική πράξη, η οποία κατά τον ΚΠΔ αποβλέπει στη βεβαίωση ενός κακουργήματος ή πλημμελήματος, στην ανακάλυψη των δραστών ή στη διαπίστωση και αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε η διάπραξη ενός τέτοιου αδικήματος. Η έ. επιτρέπεται… …   Dictionary of Greek

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • απιστία — (Noμ.).Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει εκείνος που ζημιώνει την περιουσία άλλου όταν του έχει ανατεθεί η επιμέλεια ή η διαχείρισή της με βάση κάποιο νόμο ή δικαιοπραξία. Απαιτείται το στοιχείο της πρόθεσης και τιμωρείται με φυλάκιση (10… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”